- θροΐζω
- αμετ. шелестеть, шуршать, шуметь (о листьях, платье и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θροΐζω — βλ. πίν. 33 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θροΐζω — (ΑΜ θροώ, έω, Μ και θροΐζω) 1. προκαλώ θρόισμα, ψιθυρίζω, κάνω σούσουρο 2. μέσ. θροΐζομαι φοβούμαι, ταράσσομαι νεοελλ. μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) θροϊσμένος, η, ο τρομαγμένος μσν. θορυβώ, ταράζω αρχ. 1. φωνάζω δυνατά 2. θορυβώ 3.… … Dictionary of Greek
θροΐζω — θρόισα, βγάζω ήχο αδύνατο και συνεχή: Θροΐζουν τα φύλλα του δάσους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θροώ — (ΑΜ θροῶ, έω) θροΐζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρους. ΣΥΝΘ. αρχ. διαθροώ, εκθροώ, καταθροώ, προσθροώ] … Dictionary of Greek
θρόισμα — το [θροΐζω] ασθενής αλλά συνεχής θόρυβος, ψιθύρισμα («το θρόισμα τών φύλλων») … Dictionary of Greek
καταθροώ — καταθροῶ, έω (AM) καταθορυβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θροῶ «θορυβῶ, θροΐζω» (< θροῦς)] … Dictionary of Greek
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
χλάδω — και χλάζω Α 1. φουσκώνω από έπαρση ή από χαρά 2. (για νερό) α) αναβράζω, κοχλάζω β) (γενικά) θροΐζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστώτα, άγνωστης ετυμολ., τον οποίο υποθέτουμε με βάση τον τ. παρακμ. κέχλᾱδα, καθώς και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ.… … Dictionary of Greek
ψαίρω — Α (μόνον στον ενεστ.) 1. (μτβ.) α) αγγίζω κάτι ελαφρά β) τρίβω ή ξύνω κάτι λίγο κατά την πλύση 2. (αμτβ.) α) κινούμαι ήρεμα ή ελαφρά β) (για φύλλα) θροΐζω γ) (για σφυγμό) πάλλω δ) (για άστρο) λαμπυρίζω ε) μτφ. (κατά τον Ησύχ.) «ψαίρειν λέγομεν τὸ … Dictionary of Greek